Η μεταπολεμική εμπειρία των εβραίων της πόλης σε επιστημονικό συμπόσιο
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» την Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017
Της Σοφίας Χριστοφορίδου
«Η Θεσσαλονίκη για μένα, τον πρώτο καιρό, ήταν μια καινούργια Σαχάρα. Έρημος, χωρίς καμία αναφορά. Περπατούσες, περπατούσες και δεν έβρισκες σχεδόν τίποτε να σου θυμίζει την προπολεμική πόλη» περιέγραφε ο Aνδρέας Λ. Σεφιχά, μετέπειτα πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας, λίγο μετά την επιστροφή του από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης.
Δεν ήταν μόνο που επέστρεφε σε μια πόλη χωρίς συγγενείς και φίλους, καθώς το 95% του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης δεν επέστρεψε ποτέ. Ήταν που όσοι γύρισαν είδαν τους τάφους των προγόνων τους λεηλατημένους και το πλιάτσικο να συνεχίζεται μπροστά στα μάτια τους, είδαν τα σπίτια και τα καταστήματά τους κατειλημμένα από τους άλλοτε γείτονες και συντοπίτες.
Με τα δύσκολα αυτά θέματα καταπιάνεται το επιστημονικό συμπόσιο με θέμα: «Δημογραφικές και κοινωνικές εξελίξεις στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης. Αρχειακές και ερευνητικές διαθεσιμότητες (1912-1962)», που ξεκίνησε την Κυριακή στο Εβραϊκό Μουσείο και ολοκληρώνεται σήμερα στο Ινστιτούτο Γκαίτε.
Συνολική σιωπή
Μεταπολεμικά «υπήρχε μια συνολική σιωπή σε σχέση με την εβραϊκή τραγωδία», όπως παρατήρησε ο ιστορικός Κωστής Κορνέτης. Σιωπή που δεν συνδέεται μόνο με την αδιαφορία αλλά και «με κάποια αμηχανία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Θεσσαλονίκη διαχειρίστηκε αυτήν την τεράστια απώλεια». Σε μια σπάνια αναφορά στη μεταπολεμική μοίρα των εβραίων της πόλης, η εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» (23/1/1945) αναφέρει ότι «ένας ολόκληρος κόσμος πετάχτηκε έξω από τα σπίτια. Καταστήματα και αποθήκες παραχωρήθηκαν στον πλειοδότη ή δόθηκαν σε έμπιστους, είτε ήσαν έμποροι βιομήχανοι ή βιοτέχνες, είτε όχι».
«Οι επιζώντες που επέστρεφαν από βουνό, από κρυψώνες ή από τα στρατόπεδα θανάτου έβρισκαν τα καταστήματα ή τα σπίτια τους κατειλημμένα και συχνά σε φριχτή κατάσταση ή και ισοπεδωμένα πλήρως από εργολάβους ή από γείτονες, που έψαχναν για χρυσό» ανέφερε ο κ. Κορνέτης. Οι ιδιοκτήτες των σπιτιών αναγκάστηκαν να βρουν στέγη σε συναγωγές και λεηλατημένα κτίρια.
Από τα 2.300 καταστήματα που πήραν οι μεσεγγυούχοι, χάρη στις καλές σχέσεις με τους ναζί και τους συνεργάτες τους, αποδόθηκαν μόλις 37 μέχρι τα τέλη του ’45 και συνολικά 300.
Μέσα από δεκάδες συνεντεύξεις που πραγματοποίησε, η κοινωνική ανθρωπολόγος Μπέα Λέφκοβιτς διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούσαν ακραίες αντισημιτικές εκφράσεις όπως «αχρησιμοποίητο σαπούνι» για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης που είχαν επιζήσει, ήταν αυτοί που είχαν υφαρπάξει πράγματα από εβραίους. Οι διάφοροι καταπατητές δεν γνώριζαν και δεν ήθελαν να ξέρουν τίποτε για τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Οι νέοι «ιδιοκτήτες» μάλιστα θεωρούσαν ότι οι διεκδικήσεις εκ μέρους των νόμιμων ιδιοκτητών ήταν «το αποτέλεσμα της εβραϊκής φιλαργυρίας», ενώ προκειμένου να προασπίσουν τα… δικαιώματά τους επί των εβραϊκών περιουσιών συνέστησαν ενώσεις μεσεγγυούχων.
Ψυχοφθόρα διαδικασία
Όσο για το ελληνικό κράτος, ακολούθησε μια άκρως γραφειοκρατική διαδικασία για την αποζημίωση όσων εβραίων είχαν επιζήσει, από το συνολικό ποσό των 115 εκατ. μάρκων που αναλογούσαν στην Ελλάδα, βάσει της συμφωνίας της Βόννης, για την αποκατάσταση των θυμάτων από τα ναζιστικά μέτρα διώξεως. Μάλιστα αυτοί που ήταν αρνητικοί και έβαζαν προσκόμματα, κατά τη διαδικασία κατάρτισης του σχετικού νομοσχεδίου, ήταν οι βουλευτές της ΕΔΑ, εν αντιθέσει με τους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του, όπως ανέφερε η ιστορικός ¶ννα Μαρία Δρουμπούκη. Το ποσό της αποζημίωσης ήταν 35.000 δρχ. για περίπτωση θανάτου του θύματος, 12.500 δρχ. για τους αναπήρους και 500 δρχ. ή 1.000 δρχ. για κάθε μήνα φυλάκισης, αναλόγως αν ήταν στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Στην πράξη ούτε αυτά τα ποσά δόθηκαν, γιατί τα χρήματα δεν έφτασαν για όλους…
«Στην περιπέτεια για νόμιμη διεκδίκηση αποζημιώσεων οι έλληνες εβραίοι συνάντησαν πολλά εμπόδια από γραφειοκρατικά προσκόμματα, τόσο από γερμανικής όσο και από ελληνικής πλευράς. Ήταν μια ψυχοφθόρα διαδικασία και πολλοί πέθαναν χωρίς να δουν ποτέ τις επιθυμίες τους για ορθοπόδηση να ευοδώνονται» πρόσθεσε η κ. Δρουμπούκη.
Το επιστημονικό συμπόσιο, στο οποίο συμμετέχουν 25 νέοι επιστήμονες (ιστορικοί και ερευνητές αρχείων), αποτελεί μέρος του παράλληλου προγράμματος της έκθεσης «Διαιρεμένες μνήμες 1940-1950: Ανάμεσα στην ιστορία και το βίωμα» (για την πολιτιστική και εικαστική πραγματικότητα και τις διάφορες εκφράσεις της κατά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα).