Εκδήλωση κατά την οποία θα απονεμηθεί ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» του κέντρου Yad Vashem σε ελληνική χριστιανική οικογένεια, διοργανώνει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Πρεσβεία του Ισραήλ και την Ισραηλίτικη Κοινότητα Θεσσαλονίκης, τη Δευτέρα 27 Απριλίου 2015 και ώρα 12:00, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου (Βασ. Γεωργίου Α’ 1, 1ος όροφος).
Κατά την τελετή θα απονεμηθεί ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» στους απόγονους της οικογένειας του Σταύρου και της Βασιλικής Οικονομάκου, για την ανιδιοτελή προσφορά τους στην οικογένεια της Βικτωρίας Μπενουζίλιο, κατά την τραγική περίοδο του Ολοκαυτώματος. Στην εκδήλωση θα συμμετάσχει το 28ο ΓΕΛ Θεσσαλονίκης, το οποίο θα παρουσιάσει θεατρικό δρώμενο.
Αναλυτικά το πρόγραμμα της εκδήλωσης έχει ως εξής:
- Ενημέρωση για το Θεσμό
- Περιγραφή της ιστορίας της διάσωσης
- Χαιρετισμούς από την Πρέσβειρα του Ισραήλ, Ιρίτ Μπεν ¶μπα, τον Πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, Δαυίδ Σαλτιέλ και τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη
- Δρώμενο από το 28ο ΓΕΛ Θεσσαλονίκης
- Απονομή του τίτλου του «Δικαίου των Εθνών»
- Λίγα λόγια από τις Οικογένειες των διασωστών και των διασωθέντων
Το Yad Vashem ιδρύθηκε στο Ισραήλ το 1953 ως το παγκόσμιο κέντρο για την τεκμηρίωση, την έρευνα, την εκπαίδευση και την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος. Ένας από του βασικούς στόχους των ιδρυτών του ήταν να αναγνωρίσει τους ανθρώπους, οι οποίοι αψηφώντας τον κίνδυνο και χωρίς οικονομικά κίνητρα επέλεξαν να προσφέρουν καταφύγιο και βοήθεια σε Εβραίους, προκειμένου να τους προστατεύσουν από την ναζιστική θηριωδία, απονέμοντάς τους τον τίτλο του «Δικαίου των Εθνών».
Ακολουθεί η ιστορία των δύο οικογενειών:
Οι διασώστες: Σταύρος Οικονομάκος και Βασιλική Οικονομάκου
Η διασωθείσα: Βικτώρια Μονίνα-Μπενουζίλιο, γεν. 1942
Η ιστορία:
Η οικογένεια Μονίνα, γονείς και δύο κόρες, 7 και 2 ετών, ζούσαν στην Αθήνα.
Στις 25 Μαρτίου 1944, οι Γερμανοί συνέλαβαν όλους τους Εβραίους της πόλης, μεταξύ αυτών και τη γιαγιά της Βικτώριας, τον πατέρα της Σάμμυ και όλους τους συγγενείς της, οι οποίοι στάλθηκαν στο ¶ουσβιτς-Μπιρκενάου και δεν επέστρεψαν. Η μητέρα της Στερίνα, ήταν στο σπίτι, στη Β. Ουγκώ 56, όταν ένας αστυνομικός μπήκε στο σπίτι και της είπε πως είχε εντολή να τη συλλάβει. Μετά το πρώτο σοκ, άρχισε να πακετάρει ρούχα, για τα δυο της παιδιά, τη Βικτώρια και τη Ρενίκα. Στο σπίτι ήταν και η επτάχρονη ανηψιά της, Σέλλυ, που ήταν κόρη της αδελφής της, Ματίκας και του Μεναχέμ Λίτση. Ο αστυνομικός βλέποντάς την να ετοιμάζει και τα παιδιά, την ρώτησε αν ξέρει πού θα τους πάνε. Όταν η Στερίνα του απάντησε ότι φυσικά δεν ξέρει, εκείνος της είπε: «¶σε τα παιδιά σου εδώ. Αν είναι καλά εκεί που θα πας, έρχεσαι και τα παίρνεις… Αν δεν είναι καλά, άσε τα παιδιά σου να ζήσουν…».
Η σπιτονοικοκυρά, Κωνσταντίνα Κωνσταντά που άκουσε τη συζήτηση, πρότεινε στη Στερίνα Μονίνα να της αφήσει τα παιδιά. Της είπε: «έχω πέντε δικά μου παιδιά. ¶φησέ μου τα παιδιά σου και ό,τι τρώνε τα δικά μου, θα τρώνε και τα δικά σου».
Μια άλλη εκδοχή λέει ότι όταν ήρθε ο αστυνομικός να πάρει τη Στερίνα Μονίνα και τις κόρες της, η σπιτονοικοκυρά είπε ότι τα παιδιά ήταν τα εγγόνια της που έμεναν μαζί της και πως πλήρωνε τη Στερίνα να τα προσέχει, επειδή η ίδια είχε πολλά παιδιά. Έτσι τα πήρε στο σπίτι της και ο αστυνομικός παρέδωσε τη Στερίνα Μονίνα στους Γερμανούς, που συγκέντρωσαν όλους τους Εβραίους στη Συναγωγή και τους έστειλαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και από εκεί στο ¶ουσβιτς-Μπίργκεναου.
Όταν η μητέρα της Σέλλυ, η Ματίκα Λίτση, (η οποία έμενε απέναντι από τη συναγωγή στην οδό Μελιδώνη και παρακολούθησε τα γεγονότα) πήγε το βράδυ να πάρει το κορίτσι, βρήκε τη σπιτονοικοκυρά που της είπε τι είχε γίνει. Η Ματίκα πήρε τα τρία κορίτσια στο σπίτι της, σε προάστιο της Αθήνας. Φοβόταν μην έρθουν να τη συλλάβουν και αυτή και για αυτό τον λόγο νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στη Δάφνη.
Οι γονείς Μονίνα ήταν πολύ φίλοι (σαν συγγενείς) με τον Σταύρο και τη Βασιλική Οικονομάκου, οι οποίοι δεν είχαν παιδιά. Όταν γεννήθηκε η Βικτώρια, ήταν σαν νονοί της. Όταν η Βικτώρια μεγάλωσε λίγο, η μητέρα της την έβαζε στο περβάζι για να τη βλέπει ο Σταύρος κάθε πρωί που πήγαινε στη δουλειά του και να της στέλνει φιλιά. Την αγαπούσε πολύ. Όταν δεν είδε τη Βικτώρια στο παράθυρο και συνειδητοποίησε ότι το διαμέρισμα ήταν κλειστό, ρώτησε τη σπιτονοικοκυρά, Κωνσταντίνα Κωνσταντά, τι συνέβη. Η Κωνσταντά του διηγήθηκε όλη τη ιστορία και του είπε ότι τα κορίτσια βρίσκονταν με τη θεία τους. Ο Σταύρος έσπευσε στη Δάφνη και βρήκε τη Ματίκα που φρόντιζε επτά παιδιά, πέντε δικά της και δύο των Μονίνα.
Όταν ζήτησε να πάρει τη Βικτώρια, η θεία της χάρηκε, καθώς τον γνώριζε. Η Βικτώρια, που ήταν δύο ετών, δέθηκε μαζί του. Το ζεύγος Οικονομάκου, που όπως είπαμε, δεν είχε δικά του παιδιά, της φέρθηκε σαν να ήταν δικό τους παιδί.. «Μου φέρονταν σα να ήμουν πριγκίπισσα», είπε η Βικτώρια Μπενουζίλιο. Ο Σταύρος ήταν διευθυντής του τελωνείου στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας και βοηθούσε με χρήματα και τρόφιμα τη θεία της Βικτώριας, Ματίκα καθώς και άλλους συγγενείς.
Η στήριξη του Σταύρου τους βοήθησε να επιζήσουν. Η μητέρα της Βικτώριας, Στερίνα, επέζησε και επέστρεψε στην Αθήνα, στο σπίτι της αδελφής της, Ματίκας. Το ζεύγος Οικονομάκου έντυσε ωραία τη Βικτώρια και την πήγε να συναντήσει τη μητέρα της. Η μικρή δεν μπορούσε να αποδεχτεί αυτή τη γυναίκα, που της φαινόταν ξένη, ως μητέρα της. Στα μάτια της, η Βασιλική ήταν η μητέρα της. Ήταν μια δύσκολη συνάντηση και για τις δυο πλευρές. Για τη μητέρα που είπε πως η σκέψη ότι θα συναντούσε τα παιδιά της, της έδινε τη δύναμη να επιβιώσει μέσα στο στρατόπεδο του θανάτου, και για το κορίτσι που αρνιόταν να δεχτεί την ξένη γυναίκα ως μάνα.
Η μητέρα της Βικτώριας θεώρησε σωστό να αφήσει την κόρη της για άλλο ένα διάστημα στο ζεύγος Οικονομάκου και την επισκεπτόταν κάθε μέρα, μέχρι που η Βικτώρια τη γνώρισε από την αρχή. Η μητέρα της Βικτώριας, που η οικογένειά της χάθηκε στο Ολοκαύτωμα, παντρεύτηκε ένα Θεσσαλονικό Εβραίο που έχασε επίσης τη γυναίκα και το παιδί του στο Αουσβιτς-Μπιρκενάου και μετακόμισαν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Κράτησαν όμως επαφή με τον Σταύρο και τη Βασιλική μέχρι το θάνατό τους. Η μεγάλη αδελφή η Ρενίκα, μετανάστευσε στο Ισραήλ, με πρόγραμμα μετανάστευσης ορφανών παιδιών.
Την ιστορία της Βικτώριας επιβεβαιώνει γραπτά η μαρτυρία της Αγγελικής Κασφίκη-Κοκκινάκη, που γεννήθηκε το 1927, η οποία έμενε στο σπίτι του ζεύγους Οικονομάκου. «Ήξερα ότι για πάνω από δύο χρόνια, το ζευγάρι είχε ένα δίχρονο κοριτσάκι με το όνομα Νίκη, κόρη του Σάμμυ και της Στέλλας Μονίνα, που στάλθηκαν στο ¶ουσβιτς-Μπιρκενάου. Όλοι ξέραμε πως το κορίτσι ήταν Εβραία, όλοι την αγαπούσαμε και το ζεύγος Οικονομάκου την είχε σαν κόρη του».