Του Λέλου, ∆εκέμβριος 2008
Φορούσα ένα μπεζ κοτλέ σακάκι με φαρδιά πέτα όπως απαιτούσε η μόδα στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στο αριστερό πέτο μια φαρδιά μαύρη υφασμάτινη λουρίδα σηματοδοτούσε τον πρόσφατο, ξαφνικό και πρόωρο θάνατο του πατέρα μου. Ήταν ∆εκέμβρης του 1972 και μετά από ένα σχεδόν μήνα πένθους συναντιόμασταν ξανά με τα παιδιά της Επιτροπής Πνευματικών και Καλλιτεχνικών Εκδηλώσεων της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης (ΕΠΚΕ).
Εγώ, ένας άνδρας που μόλις είχε πατήσει τα τριάντα και μια ομάδα παιδιών που το μικρότερο ήταν δώδεκα και το μεγαλύτερο δεκαοκτώ. Τα παιδιά μιλούσανε όλα μαζί και προσπαθούσα να καταλάβω αυτά που έλεγαν. Τους ζήτησα να ησυχάσουν και να πάψουν να μιλούν όλοι μαζί. Κάποτε κατάφεραν να μου εξηγήσουν το λόγο του ενθουσιασμού που τους είχε συνεπάρει. Κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, λόγω του πένθους, το συμβούλιο της Κοινότητας είχε εγκρίνει τη διοργάνωση του τριήμερου διεθνούς συνεδρίου για Εβραίους μεταπτυχιακούς φοιτητές με τη συμπαράσταση του WUJS. Το γεγονός ότι ήταν παγκόσμιο και ο βαρύγδουπος τίτλος της οργάνωσης είχε εκτινάξει τον ενθουσιασμό τους στα ύψη.
Όταν μερικούς μήνες μετά υποδεχόμασταν εβραιόπουλα από όλο τον κόσμο νιώθαμε ότι κάναμε κάτι μοναδικό και πρωτόγνωρο για τη μεταπολεμική Κοινότητα. Τα μεγαλύτερα παιδιά της ΕΠΚΕ έβγαλαν τον καλύτερο εαυτό τους και τον κατέθεσαν χωρίς όρους, χωρίς ώρες και χωρίς αμοιβή στο βωμό των αναγκών του συνεδρίου. Η Κέλλυ, ο Σάκης, ο Φρέντυ, η Καίτη, ο Αλμπέρτο και τόσοι άλλοι που ίσως μου διαφεύγουν δούλευαν ασταμάτητα και αδιαμαρτύρητα για τη λειτουργία του συνεδρίου. Ο εσωτερικός μου κόσμος, που τόσο είχε διαταραχθεί από τον απροσδόκητο θάνατο του πατέρα μου, βρήκε μια ισορροπία ανάμεσα σε τόσα εβραιόπουλα, ολόψυχα δοσμένα στις αρχές του εθελοντισμού.
Το τριήμερο κύλησε ομαλά και αναπτύχθηκαν φιλίες, μοιράσθηκαν γνώσεις και ανταλλάχθηκαν απόψεις μέσα σε μια τεράστια γκάμα που ξεκινούσε από ακαδημαϊκές συζητήσεις και κατέληγε σε σκαμπρόζικα ανέκδοτα. Και τότε, το προτελευταίο βράδυ στο δείπνο, καθώς καθόμουν στο τραπέζι με τον επικεφαλής των σπουδαστών, τον Τομ, ένα παιδί από τις Ηνωμένες Πολιτείες με λαμπρές σπουδές και κοφτερό μυαλό, ένιωσα τον κόσμο να φεύγει κάτω από τα πόδια μου όταν μου ανακοίνωσε: «Αύριο είναι η τελετή λήξης και οι σύνεδροι αποφασίσαμε ομόφωνα ότι ο κύριος ομιλητής θα είσαι εσύ ως επικεφαλής της οργανωτικής επιτροπής και μεγαλύτερος στην ηλικία. Θα θέλαμε να μας μιλήσεις για την αξία των rituals της εβραϊκής θρησκείας.» ’ρχισα να διαμαρτύρομαι θυμωμένα προβάλλοντας σαν δικαιολογίες τα μέτρια αγγλικά μου, την ελλιπή μόρφωσή μου και το κυριότερο την παντελή έλλειψη γνώσης για την εβραϊκή θρησκεία. «Εκτός» του είπα βλέποντας ότι χαμογελούσε «αν με δουλεύεις γνωρίζοντας ότι έχω τελειώσει απλά ένα γυμνάσιο και μου τρίβεις τους τίτλους των σπουδών σου στα μούτρα.» «Εντάξει» μου είπε «Τα λέμε αύριο».
Πέρασα μια ανήσυχη νύχτα μη ξέροντας αν οι πιτσιρικάδες με τα BA’s και τα Masters’ με δούλευαν κανονικά ή προσπαθούσαν να με εκδικηθούν για τις φωνές που έβαζα που και που κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Η προοπτική να γίνω περίγελος σε παιδιά από όλη την υφήλιο αλλά πολύ περισσότερο μπροστά στους νεαρούς συνεργάτες μου, που με πολύ κόπο είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ήταν ένας εφιάλτης.
Την επόμενη μέρα μέσα στη δίνη των οργανωτικών προβλημάτων που απαιτούσαν άμεσες λύσεις ξεχάστηκα μια και κανένας δεν μου ξαναμίλησε γι’ αυτό. Το τελευταίο δείπνο ξεκίνησε όπως πάντα με κέφι και πειράγματα μέχρι που ο Τομ ανέβηκε στο βήμα και η καρδιά μου σφίχτηκε. Ο Τομ άνετος, με μια πολύ στρωτή γλώσσα ευχαρίστησε την εβραϊκή Κοινότητα και την ΕΠΚΕ με πολύ γενναιόδωρα λόγια, υμνώντας τη φιλοξενία και την άρτια οργάνωση του συνεδρίου. Ξαφνικά στύλωσε τα μάτια πάνω μου και με εκείνο το στραβό του χαμόγελο ανακοίνωσε ότι ο ομιλητής της βραδιάς θα ήμουν εγώ αναλύοντας το θέμα της σπουδαιότητας των rituals της Εβραϊκής θρησκείας. Ένιωσα το πρόσωπό μου να φλογίζεται από θυμό, ντροπή και αμηχανία, «το κωλόπαιδο» σκέφτηκα «Ξέρει ότι δεν ξέρω, γιατί το κάνει;» Ο ξένοι, μη γνωρίζοντας την ανεπάρκεια των γνώσεών μου, με ένα βροντερό χειροκρότημα με παρότρυναν να ανεβώ στο βήμα. Αντίθετα οι συνεργάτες μου που γνώριζαν άρχισαν να με πειράζουν «Πες τα ραβίνε!», «Ανέβα στο βήμα και δίδαξε μεγάλε!». ∆υο λύσεις υπήρχαν: η εξώπορτα ή το βήμα. ∆ιάλεξα το βήμα σίγουρος ότι θα με συγχωρούσαν αν ψέλλιζα μια δικαιολογία και τους ευχαριστούσα για την παρουσία τους που έκανε το συνέδριο τόσο επιτυχημένο.
Ανέβηκα στο βήμα και κοίταξα κάτω ένα κοινό που βουβό πλέον περίμενε. Ξεχώρισα τα πρόσωπα των νεαρών συνεργατών μου και ήλπισα ότι δεν θα τους απογοήτευα με τις φτηνές μου δικαιολογίες, τους αγαπούσα πολύ και πίστευα σ’ αυτούς όπως και αυτοί πίστευαν σε εμένα. Έσκυψα στο μικρόφωνο και λες και τα λόγια βγήκαν μόνα τους από μέσα. «Μερικούς μήνες πριν πέθανε ο πατέρας μου, σε ηλικία 56 ετών, στο αεροδρόμιο της Πράγας από καρδιακή προσβολή.
Στην εβδομάδα που πέρασε από το θάνατό του μέχρι να καταφέρω να φέρω στην Ελλάδα τη σωρό του, ένιωσα να με πλακώνει ο κόσμος. Στα 29 μου ήμουν μόνος, μόνος απέναντι στην ευθύνη για την οικογένεια. Πατέρας, σύζυγος, γιος και αδελφός, προμηθευτής των υλικών αγαθών και παρηγορητής όλων. Μόνος, χωρίς άλλους συγγενείς έπρεπε να αντιμετωπίσω τις ευθύνες, όχι όσες έπρεπε να μου αναλογούν αλλά όλες τις ευθύνες. Μόνος, η λέξη είχε χαραχτεί στο μυαλό μου, βάραινε την ψυχή μου, κύρτωνε τις πλάτες μου. Τι θα κάνω; Σκέφτηκα. Με μια μάνα χήρα μόλις 49 χρονών, απόλυτα πια εξαρτημένη από εμένα, έναν αδελφό στη μέση των σπουδών του που είχε χάσει το ίνδαλμά του, απόλυτα και αυτός εξαρτημένος από μένα, μια σύζυγο που λάτρευε τον πεθερό της και επειδή λίγο πριν είχε χάσει και τον δικό της πατέρα ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και ένα παιδί τριών ετών που δεν θα γνώριζε ποτέ τους παππούδες του. Μόνος, ψιθύριζα μοναχός μου, πως θα τα καταφέρω; που να στραφώ; τι να κάνω; Τη μέρα της κηδείας, ανάμεσα στους δικούς μου που σπάραζαν από το κλάμα, με πέτρινο το πρόσωπο μου και πέτρινες τις κινήσεις μου σκεφτόμουν συνέχεια... «τόσο μόνος ούτε να κλάψω μπορώ». Κάποιος μου ψιθύρισε ότι το απόγευμα έπρεπε να πάμε στη Συναγωγή για τη σχετική λειτουργία που ακολουθεί. Μάζεψα την οικογένεια και όλοι τους μαζί κι εγώ μόνος βρεθήκαμε μπροστά σε εκείνη την όμορφη ξύλινη πόρτα της Συναγωγής και με μηχανικές κινήσεις πέρασα τελευταίος μέσα. Η μάνα μου, όπως πάντα όταν πηγαίναμε στη Συναγωγή, μου ψιθύρισε «Adio Leonico, no bezates la mezuza!» Βγήκα πάλι έξω κι έβαλα το δεξί μου χέρι στη μεζουζά. Με ένα μαγικό τρόπο άρχισα να κλαίω για πρώτη φορά μετά από μια εβδομάδα από το θάνατο του πυλώνα της ζωής μου.
Ένα λυτρωτικό βουβό κλάμα, που ελάφρωσε την ψυχή μου. Ξαφνικά, αυτό το τελετουργικό άγγιγμα στον παραστάτη της πόρτας με λύτρωσε. ∆εν είμαι μόνος, σκέφτηκα. ∆εν είμαι μόνος, ψιθύρισα για να σιγουρευτώ. Ξαφνικά η πέτρα έγινε σάρκα ξανά, σκούπισα τα μάτια μου και μπήκα στη Συναγωγή έτοιμος να αντιμετωπίσω τις ευθύνες που μου αναλογούσαν, δηλαδή όλες. Ευχαριστώ Τομ, κατέληξα, που εσύ ήξερες για μένα περισσότερα από εμένα».
Πέρασαν 35 χρόνια και πλέον από τότε και σήμερα είναι καιρός, έστω και τόσο αργά, να στείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Καίτη, την Κέλλυ, το Φρέντυ, το Σάκη τον Αλμπέρτο και τα άλλα παιδιά που με βοήθησαν να ανέβω σε εκείνο το βήμα.